- σταγόνα
- капка
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… … Dictionary of Greek
σταγόνα — η 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταλαματιά: Οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν το τζάμι του παράθυρου. 2. μτφ., μικρή ποσότητα, ασήμαντο γεγονός; Δεν έμεινε σταγόνα. – Σταγόνα στον ωκεανό. 3. πληθ. σταγόνες, οι είδος κοσμήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταγόνα — σταγών drop fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… … Dictionary of Greek
στραγγός — και στραγός, ή, όν, ΜΑ [στράγξ, γγός] 1. στριμμένος, συνεστραμμένος 2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί») 3. (για πρόσ.) αναιδής 4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα 5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί… … Dictionary of Greek
στάζω — έσταξα, στάχτηκα, σταγμένος 1. μτβ., και αμτβ., χύνω ή πέφτω σταγόνα σταγόνα: Μου έσταξες λάδι στο πουκάμισο. – Στάζει αίμα η πληγή. – Στάζει ο ιδρώτας από το μέτωπό του. 2. για κάτι που περιέχει μέσα του ένα υγρό που χύνεται σταγόνα σταγόνα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
σταλαγμός — ο, ΝΜΑ, και σταλαχμός και σταλαμός Ν [σταλάσσω] το να σταλάζει νερό ή άλλο υγρό, το να πέφτει σταγόνα σταγόνα (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ. θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», Αριστοτ. γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων … Dictionary of Greek
επιφανειακή τάση — Το έργο που δαπανάται προκειμένου να εξουδετερωθούν οι δυνάμεις που ασκούνται σε ένα μόριο, το οποίο βρίσκεται μέσα σε υγρό, και να αυξηθεί κατά μία μονάδα το εμβαδόν της επιφάνειας σε σταθερή θερμοκρασία. Ένα μόριο που βρίσκεται στο εσωτερικό… … Dictionary of Greek
Μίλικαν, Ρόμπερτ Άντριους — (Robert Andrews Millikan, Μόρισον, Ιλινόις 1868 – Πασαντίνα, Καλιφόρνια 1953). Αμερικανός φυσικός. Για πολλά χρόνια υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1921 ανακηρύχθηκε διευθυντής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνιας στην … Dictionary of Greek
απολείβω — ἀπολείβω (Α) [λείβω] στάζω σταγόνα σταγόνα … Dictionary of Greek